Βλέπω δελτία
ειδήσεων, διαβάζω εφημερίδες, διαβάζω
blogs, συζητάω με τους γύρω
μου προσπαθώντας να σχηματίσω άποψη
για το τι συμβαίνει, για το ποιος φταίει.
Χρησιμοποιώ τις γνώσεις μου από το
σχολείο, το πανεπιστήμιο, από τα βιβλία
που έχω διαβάσει και προσπαθώ να βρω
συνδέσεις μεταξύ της θεωρίας και της
πράξης (αυτών που συμβαίνουν γύρω μου
δηλαδή). Μήπως φταίει που ήμασταν
υπόδουλοι 400 χρόνια; Μήπως φταίει το
κατοχικό σύνδρομο των γονιών μας; Μήπως
φταίει η λανθασμένη δημοσιονομική
πολιτική μετά τη μεταπολίτευση;
Τίποτα...
Όσο και αν
προσπαθώ να βρω από που ξεκινάει αυτό
το κουβάρι λαθών, παραλείψεων, αδιαφορίας,
ασχετοσύνης, στέκεται αδύνατο. Γόρδιος
δεσμός.
Θυμώνω,
εξοργίζομαι, φωνάζω, ξεχνώ τους καλούς
μου τρόπους, θέλω να βγω στους δρόμους
να βρω έναν από αυτούς που μας έφεραν
ως εδώ, να τον δέσω στην πλατεία, να τον
αφήσω να τον φτύνουν. Και όταν το χοντρό
πετσί του μαλακώσει απ’ το σάλιο, να
του κόψω τ’ αρχίδια και να του τα δώσω
να τα φάει. Να περιμένω να τα χωνέψει,
να τα χέσει και να τρίψω τη μούρη του
μέσα στα σκατά του. Τότε μόνο θα τον
παραδώσω στον συγκεντρωμένο όχλο...
Βλέπω μερικές
σταγόνες αίμα...
...έχω χτυπήσει
τη γροθιά μου πάνω στο γραφείο μου.
Έσκισα τα δάχτυλά μου από τη δύναμη.
Συνέρχομαι... Πάω στο λουτρό να πλυθώ.
Να πλύνω το πρόσωπό μου και να περιποιηθώ
το χέρι μου. Ντρέπομαι να κοιτάζομαι
στον καθρέφτη. “Δεν είμαι εγώ” σκέφτομαι.
Δεν είμαι έτσι εγώ. Εχθές έκλαιγα που
πέθανε το σκυλάκι μου. Δεν μπορεί σήμερα
να θέλω να κάνω κάτι τέτοιο ακόμα και
στον εχθρό μου;
Βγαίνω στο
μπαλκόνι. Εισπνέω βαθιά. Και πάλι, και
πάλι.... Το οξυγόνο ξαναπάει στο αίμα μου
και από κει στο μυαλό μου. Είναι αργά το
απόγευμα. Τι υπέροχο τοπίο. Τι ωραίο το
τοπίο της Νεμέας. Βουνά, ποτάμια, δέντρα,
πουλιά. Τι όμορφα που είναι. Αυτά έχουν
άγνοια των όσων περνάμε. Είναι μακάρια.
Γιατί να ζω έτσι;
Φεύγω από το
μπαλκόνι μου και βγαίνω στο δρόμο... Πάω
να βρω το Βαγγέλη,
το Θωμά, την
Κατερίνα, τον
Χρίστο, την
Ευτυχία, τη
Γεωργία, τον Αλέξανδρο, το
Δημήτρη, τον Κώστα, τη
Δέσποινα, τη Μαρία, τον
Αργύρη, τον
Τάσο, την
Ευαγγελία, τη
Χρύσα, τον
Παύλο...
Είμαστε
πολλοί. Πάρα πολλοί. Είμαστε περισσότεροι
από αυτούς που μας έφεραν εδώ. Πάνω κάτω
όλοι με τις ίδιες έννοιες και τα ίδια
προβλήματα. Μαζί μπορούμε. Μαζί τους
νοιώθω καλά. Με εξομολογούν και τους
εξομολογούμαι. Μετανοώ και καθαρίζω.
Γίνομαι καινούριος κοινωνός της κοινωνίας
μας. Φρέσκος.
Δε θέλω
να σκοτώσω. Κανέναν. Ούτε αυτούς που μας
έφεραν εδώ. Σίγουρα δε θα τους ξαναψηφίσω.
Και αν κάποια στιγμή δω μπροστά μου
κάποιον από αυτούς δε θα τον αγγίξω.
Ούτε θα τον βρίσω. Νομίζω όμως ότι θα
τον φτύσω με σάλιο αληθινό και πηχτό.
Κατάμουτρα.
Υπογράφω:
Ένας επώνυμος
(άγνωστος) μπλόγκερ.
*Η λέξη
“κοσμάκης” χρησιμοποιήθηκε
πρόσφατα από τον Έλληνα Πρωθυπουργό
προκειμένου να περιγράψει τη μικρή και
μεσαία τάξη των πολιτών.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου